αναλώσιμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναλώσιμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναλώσιμος

Ουσιαστικό

αναλώσιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. αυτά που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό εξόδων μιας επιχείρησης ως υλικά αναγκαία για συγκεκριμένες χρήσεις, τα οποία όμως ξοδεύονται και δεν αποτελουν κεφάλαιο
    αναλώσιμα υπολογιστών
    βάλτε στα αναλώσιμα και τα χαρτικά όπως και τα χαρτιά υγείας

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αναλώσιμα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναλώσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.