αναλώσιμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναλώσιμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναλώσιμος
Ουσιαστικό
αναλώσιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αυτά που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό εξόδων μιας επιχείρησης ως υλικά αναγκαία για συγκεκριμένες χρήσεις, τα οποία όμως ξοδεύονται και δεν αποτελουν κεφάλαιο
- αναλώσιμα υπολογιστών
- βάλτε στα αναλώσιμα και τα χαρτικά όπως και τα χαρτιά υγείας
Μεταφράσεις
αναλώσιμα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αναλώσιμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναλώσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.