αναλώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναλώνω

Ρήμα

αναλώνομαι

  1. ξοδεύομαι χωρίς λόγο, σπαταλώ τις δυνάμεις μου σε κάτι που δεν αξίζει
    Μην αναλώνεσαι σε ανούσιους διαξιφισμούς, κοίτα την ουσία
  2. δαπανάται, ξοδεύεται
    Ολη η περιουσία του αναλώθηκε από ανήψια και μακροσυγγενείς
  3. καταναλώνεται
    Τα αβγά πρέπει να αναλώνονται μέχρι την ημερομηνία λήξης τους

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.