ανάλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάλωση | οι | αναλώσεις |
| γενική | της | ανάλωσης* | των | αναλώσεων |
| αιτιατική | την | ανάλωση | τις | αναλώσεις |
| κλητική | ανάλωση | αναλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάλωση < αρχαία ελληνική ἀνάλωσις μετάπλαση σε -ση < ἀναλίσκω / ἀναλόω / ἀναλῶ, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική consommation και αγγλική consumption
Ουσιαστικό
ανάλωση θηλυκό (λόγιο)
- η κατανάλωση προϊόντος
- ※ Τα στοιχεία τηρούνται στη βάση δεδομένων της Διεύθυνσης Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και ΕΦΚ και αποτυπώνουν τις αναλώσεις στην περίοδο από Οκτώβριο έως και Φεβρουάριο και για το 2011 - 2012 και για το 2012 - 2013. (TO BHMA 18.4.2013)
- το ξόδεμα υλικό ή συναισθηματικό, η σπατάλη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αναλώνω
Μεταφράσεις
ανάλωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.