ξοδεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξοδεύομαι, παθητική φωνή του ρήματος ξοδεύω

Ρήμα

ξοδεύομαι

  1. αναλώνω χρήματα σε αγορές ή άλλους σκοπούς, συνήθως με την έννοια του υπερβολικού
    "Μην ξοδεύεσαι, θα τα χρειαστείς αυτά τα λεφτά"
  2. αναλώνομαι, ξοδεύω τις δυνάμεις μου άσκοπα ή μάταια
    Ξοδεύτηκα σε ιδεολογίες και διαδηλώσεις και τι κέρδισα;
    Πήγε χαράμι αυτό το παιδί. Ξοδεύτηκε στα ναρκωτικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.