αναλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναλώνω < αρχαία ελληνική ἀναλόω < ἀναλίσκω
Ρήμα
αναλώνω, πρτ.: ανάλωνα, στ.μέλλ.: θα αναλώσω, αόρ.: ανάλωσα, παθ.φωνή: αναλώνομαι, μτχ.π.π.: αναλωμένος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ανάλωση
- άλωση
- αναλώσιμος
- αναλωτός
- αναλίσκω
- αναλωθείς < ἀναλωθείς
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναλώνω | ανάλωνα | θα αναλώνω | να αναλώνω | αναλώνοντας | |
| β' ενικ. | αναλώνεις | ανάλωνες | θα αναλώνεις | να αναλώνεις | ανάλωνε | |
| γ' ενικ. | αναλώνει | ανάλωνε | θα αναλώνει | να αναλώνει | ||
| α' πληθ. | αναλώνουμε | αναλώναμε | θα αναλώνουμε | να αναλώνουμε | ||
| β' πληθ. | αναλώνετε | αναλώνατε | θα αναλώνετε | να αναλώνετε | αναλώνετε | |
| γ' πληθ. | αναλώνουν(ε) | ανάλωναν αναλώναν(ε) |
θα αναλώνουν(ε) | να αναλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανάλωσα | θα αναλώσω | να αναλώσω | αναλώσει | ||
| β' ενικ. | ανάλωσες | θα αναλώσεις | να αναλώσεις | ανάλωσε | ||
| γ' ενικ. | ανάλωσε | θα αναλώσει | να αναλώσει | |||
| α' πληθ. | αναλώσαμε | θα αναλώσουμε | να αναλώσουμε | |||
| β' πληθ. | αναλώσατε | θα αναλώσετε | να αναλώσετε | αναλώστε | ||
| γ' πληθ. | ανάλωσαν αναλώσαν(ε) |
θα αναλώσουν(ε) | να αναλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναλώσει | είχα αναλώσει | θα έχω αναλώσει | να έχω αναλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναλώσει | είχες αναλώσει | θα έχεις αναλώσει | να έχεις αναλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναλώσει | είχε αναλώσει | θα έχει αναλώσει | να έχει αναλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναλώσει | είχαμε αναλώσει | θα έχουμε αναλώσει | να έχουμε αναλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναλώσει | είχατε αναλώσει | θα έχετε αναλώσει | να έχετε αναλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναλώσει | είχαν αναλώσει | θα έχουν αναλώσει | να έχουν αναλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.