ανακυκλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακυκλωμένος η ανακυκλωμένη το ανακυκλωμένο
      γενική του ανακυκλωμένου της ανακυκλωμένης του ανακυκλωμένου
    αιτιατική τον ανακυκλωμένο την ανακυκλωμένη το ανακυκλωμένο
     κλητική ανακυκλωμένε ανακυκλωμένη ανακυκλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακυκλωμένοι οι ανακυκλωμένες τα ανακυκλωμένα
      γενική των ανακυκλωμένων των ανακυκλωμένων των ανακυκλωμένων
    αιτιατική τους ανακυκλωμένους τις ανακυκλωμένες τα ανακυκλωμένα
     κλητική ανακυκλωμένοι ανακυκλωμένες ανακυκλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανακυκλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανακυκλώνω

Μετοχή

ανακυκλωμένος, -η, -ο

  1. που έχει υποστεί ανακύκλωση
  2. που προέρχεται από ανακύκλωση
      Χυτήριο για τη δημιουργία κολώνων αλουμινίου από πρωτόχυτο ή δευτερόχυτο (ανακυκλωμένο) αλουμίνιο (Η ελληνική πολυεθνική με 30 χρόνια εντυπωσιακής ανάπτυξης, εφημ. Καθημερινή, 05/06/2019 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.