χυτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χυτήριο | τα | χυτήρια |
| γενική | του | χυτηρίου & χυτήριου |
των | χυτηρίων |
| αιτιατική | το | χυτήριο | τα | χυτήρια |
| κλητική | χυτήριο | χυτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χυτήριο < (καθαρεύουσα) χυτήριον < χύνω + -τήριον
Ουσιαστικό
χυτήριο ουδέτερο
- εγκατάσταση όπου γίνεται η καμίνευση, το λιώσιμο των μετάλλων και το χυσιμό τους σε ειδικά καλούπια
- ※ Χυτήριο για τη δημιουργία κολώνων αλουμινίου από πρωτόχυτο ή δευτερόχυτο (ανακυκλωμένο) αλουμίνιο (Η ελληνική πολυεθνική με 30 χρόνια εντυπωσιακής ανάπτυξης, εφημ. Καθημερινή, 05/06/2019 )
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.