ανακυκλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακυκλώνω < αρχαία ελληνική ἀνακυκλόω-ἀνακυκλῶ (ίσως και ἀνακυκλέω)
Ρήμα
ανακυκλώνω
- επαναλαμβάνω, μεταφέρω μια είδηση, μια συνήθεια, μια φράση, μια τάση χωρίς να την επεξεργαστώ, μιμητικά, τη διαιωνίζω και την παγιώνω, την εδραιώνω χωρίς να της αξίζει
- κάνω ή λέω τα ίδια και τα ίδια, κλωθογυρίζω χωρίς να ξεφεύγω από ένα φαύλο κύκλο, ξαναγυρίζω στο ίδιο σημείο
- δεν καταστρέφω κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε ως έχει είτε με επεξεργασία και το προωθώ για ανακύκλωση
- (παρωχημένο) περικυκλώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανακυκλώνω | ανακύκλωνα | θα ανακυκλώνω | να ανακυκλώνω | ανακυκλώνοντας | |
| β' ενικ. | ανακυκλώνεις | ανακύκλωνες | θα ανακυκλώνεις | να ανακυκλώνεις | ανακύκλωνε | |
| γ' ενικ. | ανακυκλώνει | ανακύκλωνε | θα ανακυκλώνει | να ανακυκλώνει | ||
| α' πληθ. | ανακυκλώνουμε | ανακυκλώναμε | θα ανακυκλώνουμε | να ανακυκλώνουμε | ||
| β' πληθ. | ανακυκλώνετε | ανακυκλώνατε | θα ανακυκλώνετε | να ανακυκλώνετε | ανακυκλώνετε | |
| γ' πληθ. | ανακυκλώνουν(ε) | ανακύκλωναν ανακυκλώναν(ε) |
θα ανακυκλώνουν(ε) | να ανακυκλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανακύκλωσα | θα ανακυκλώσω | να ανακυκλώσω | ανακυκλώσει | ||
| β' ενικ. | ανακύκλωσες | θα ανακυκλώσεις | να ανακυκλώσεις | ανακύκλωσε | ||
| γ' ενικ. | ανακύκλωσε | θα ανακυκλώσει | να ανακυκλώσει | |||
| α' πληθ. | ανακυκλώσαμε | θα ανακυκλώσουμε | να ανακυκλώσουμε | |||
| β' πληθ. | ανακυκλώσατε | θα ανακυκλώσετε | να ανακυκλώσετε | ανακυκλώστε | ||
| γ' πληθ. | ανακύκλωσαν ανακυκλώσαν(ε) |
θα ανακυκλώσουν(ε) | να ανακυκλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανακυκλώσει | είχα ανακυκλώσει | θα έχω ανακυκλώσει | να έχω ανακυκλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανακυκλώσει | είχες ανακυκλώσει | θα έχεις ανακυκλώσει | να έχεις ανακυκλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανακυκλώσει | είχε ανακυκλώσει | θα έχει ανακυκλώσει | να έχει ανακυκλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανακυκλώσει | είχαμε ανακυκλώσει | θα έχουμε ανακυκλώσει | να έχουμε ανακυκλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανακυκλώσει | είχατε ανακυκλώσει | θα έχετε ανακυκλώσει | να έχετε ανακυκλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανακυκλώσει | είχαν ανακυκλώσει | θα έχουν ανακυκλώσει | να έχουν ανακυκλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.