ανακυκλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανακυκλώνω < αρχαία ελληνική ἀνακυκλόω-ἀνακυκλῶ (ίσως και ἀνακυκλέω)

Ρήμα

ανακυκλώνω

  1. επαναλαμβάνω, μεταφέρω μια είδηση, μια συνήθεια, μια φράση, μια τάση χωρίς να την επεξεργαστώ, μιμητικά, τη διαιωνίζω και την παγιώνω, την εδραιώνω χωρίς να της αξίζει
  2. κάνω ή λέω τα ίδια και τα ίδια, κλωθογυρίζω χωρίς να ξεφεύγω από ένα φαύλο κύκλο, ξαναγυρίζω στο ίδιο σημείο
  3. δεν καταστρέφω κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε ως έχει είτε με επεξεργασία και το προωθώ για ανακύκλωση
  4. (παρωχημένο) περικυκλώνω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.