ανακύκλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακύκλωση οι ανακυκλώσεις
      γενική της ανακύκλωσης* των ανακυκλώσεων
    αιτιατική την ανακύκλωση τις ανακυκλώσεις
     κλητική ανακύκλωση ανακυκλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακυκλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακύκλωση < (ελληνιστική κοινή) ἀνακύκλωσις < ἀνά + κύκλος ((σημασιολογικό δάνειο) (αγγλικά) recycling)

Ουσιαστικό

ανακύκλωση θηλυκό

  1. η διαδικασία επαναχρησιμοποίησης διάφορων υλικών αγαθών
  2. η ανακύκληση
  3. η επιστροφή
     συνώνυμα: το ξαναγύρισμα

Συγγενικά

σχετικές έννοιες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.