δευτερόχυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δευτερόχυτος | η | δευτερόχυτη | το | δευτερόχυτο |
| γενική | του | δευτερόχυτου | της | δευτερόχυτης | του | δευτερόχυτου |
| αιτιατική | τον | δευτερόχυτο | τη | δευτερόχυτη | το | δευτερόχυτο |
| κλητική | δευτερόχυτε | δευτερόχυτη | δευτερόχυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δευτερόχυτοι | οι | δευτερόχυτες | τα | δευτερόχυτα |
| γενική | των | δευτερόχυτων | των | δευτερόχυτων | των | δευτερόχυτων |
| αιτιατική | τους | δευτερόχυτους | τις | δευτερόχυτες | τα | δευτερόχυτα |
| κλητική | δευτερόχυτοι | δευτερόχυτες | δευτερόχυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δευτερόχυτος < δευτερο- + χυτό(ς)
Επίθετο
δευτερόχυτος, -η, -ο
- που έχει χυτευτεί για δεύτερη φορά
- ※ Χυτήριο για τη δημιουργία κολώνων αλουμινίου από πρωτόχυτο ή δευτερόχυτο (ανακυκλωμένο) αλουμίνιο (Η ελληνική πολυεθνική με 30 χρόνια εντυπωσιακής ανάπτυξης, εφημ. Καθημερινή, 05/06/2019 )
Μεταφράσεις
δευτερόχυτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.