αναβατήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναβατήρας οι αναβατήρες
      γενική του αναβατήρα των αναβατήρων
    αιτιατική τον αναβατήρα τους αναβατήρες
     κλητική αναβατήρα αναβατήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβατήρας < (καθαρεύουσα) ἀναβατήρ + -ας < αρχαία ελληνική ἀνά + βατήρ < βαίνω

Ουσιαστικό

αναβατήρας αρσενικό

  1. σκαλοπάτι, σκάλα (που διευκολύνει την ανάβαση σε άμαξα ή άλλο όχημα)
     συνώνυμα: μαρσπιέ
  2. αναβολέας
  3. ανελκυστήρας, ασανσέρ (κυρίως φορτίων)
     συνώνυμα: ανυψωτήρας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.