αναβατήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναβατήρας | οι | αναβατήρες |
| γενική | του | αναβατήρα | των | αναβατήρων |
| αιτιατική | τον | αναβατήρα | τους | αναβατήρες |
| κλητική | αναβατήρα | αναβατήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναβατήρας < (καθαρεύουσα) ἀναβατήρ + -ας < αρχαία ελληνική ἀνά + βατήρ < βαίνω
Ουσιαστικό
αναβατήρας αρσενικό
Μεταφράσεις
ανελκυστήρας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.