μαρσπιέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαρσπιέ < γαλλική marchepied < marche + pied
Ουσιαστικό
μαρσπιέ ουδέτερο άκλιτο
- ο αναβατήρας, το σκαλοπάτι που διευκολύνει την άνοδο (και είσοδο) σ’ ένα όχημα
- (λαϊκότροπο) μαρσπιές
Μεταφράσεις
μαρσπιέ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.