αναβολέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναβολέας | οι | αναβολείς |
| γενική | του | αναβολέα & αναβολέως |
των | αναβολέων |
| αιτιατική | τον | αναβολέα | τους | αναβολείς |
| κλητική | αναβολέα | αναβολείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αναβολέας σέλας.

Το οστάριο αναβολέας.
Ετυμολογία
- αναβολέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναβολεύς (ιπποκόμος που βοηθάει τον αναβάτη) [1]
Ουσιαστικό
αναβολέας αρσενικό
- μεταλλικός κρίκος που κρέμεται από τη σέλα. Χρησιμεύει στον αναβάτη για να ανέβει πάνω στη ράχη του ζώου.
- ↪ στήριξε το δεξί του πόδι στον αναβολέα και δίνοντας μια ώθηση βρέθηκε καβάλα στο άλογο
- (ανατομία) ένα από τα τρία ακουστικά οστάρια του μέσου ωτός που έχει σχήμα όμοιο με του αναβολέα σέλας (γι' αυτό και η ονομασία).
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αναβολέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.