αναβολέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναβολέας οι αναβολείς
      γενική του αναβολέα
& αναβολέως
των αναβολέων
    αιτιατική τον αναβολέα τους αναβολείς
     κλητική αναβολέα αναβολείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αναβολέας σέλας.
Το οστάριο αναβολέας.

Ετυμολογία

Ουσιαστικό

αναβολέας αρσενικό

  1. μεταλλικός κρίκος που κρέμεται από τη σέλα. Χρησιμεύει στον αναβάτη για να ανέβει πάνω στη ράχη του ζώου.
    στήριξε το δεξί του πόδι στον αναβολέα και δίνοντας μια ώθηση βρέθηκε καβάλα στο άλογο
  2. (ανατομία) ένα από τα τρία ακουστικά οστάρια του μέσου ωτός που έχει σχήμα όμοιο με του αναβολέα σέλας (γι' αυτό και η ονομασία).

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.