ανυψωτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανυψωτήρας οι ανυψωτήρες
      γενική του ανυψωτήρα των ανυψωτήρων
    αιτιατική τον ανυψωτήρα τους ανυψωτήρες
     κλητική ανυψωτήρα ανυψωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανυψωτήρας < ανυψώνω + -τήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική élévateur)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ni.psoˈti.ɾas/

Ουσιαστικό

ανυψωτήρας αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.