ανήσυχα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανήσυχα < ανήσυχος + < (ελληνιστική κοινή) ἀνήσυχος

Επίρρημα

ανήσυχα

  1. με θόρυβο, χωρίς ησυχία
     αντώνυμα: ήσυχα, αθόρυβα
  2. (μεταφορικά) με ταραχή
     συνώνυμα: ταραγμένα
     αντώνυμα: ήσυχα, ήρεμα
  3. με ανησυχία

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανήσυχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.