ἥσυχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἥσυχος | τὸ ἥσυχον | οἱ, αἱ ἥσυχοι | τὰ ἥσυχα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἡσύχου | τοῦ ἡσύχου | τῶν ἡσύχων | τῶν ἡσύχων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἡσύχῳ | τῷ ἡσύχῳ | τοῖς, ταῖς ἡσύχοις | τοῖς ἡσύχοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἥσυχον | τὸ ἥσυχον | τοὺς, τὰς ἡσύχους | τὰ ἥσυχα |
| Κλητική | ἥσυχε | ἥσυχον | ἥσυχοι | ἥσυχα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἡσύχω | |||
| Γενική-Δοτική | ἡσύχοιν | |||
Ετυμολογία
- ἥσυχος < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.