ερευνητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ερευνητικός | η | ερευνητική | το | ερευνητικό |
| γενική | του | ερευνητικού | της | ερευνητικής | του | ερευνητικού |
| αιτιατική | τον | ερευνητικό | την | ερευνητική | το | ερευνητικό |
| κλητική | ερευνητικέ | ερευνητική | ερευνητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ερευνητικοί | οι | ερευνητικές | τα | ερευνητικά |
| γενική | των | ερευνητικών | των | ερευνητικών | των | ερευνητικών |
| αιτιατική | τους | ερευνητικούς | τις | ερευνητικές | τα | ερευνητικά |
| κλητική | ερευνητικοί | ερευνητικές | ερευνητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ερευνητικός < ελληνιστική κοινή ἐρευνητικός < ἐρευνητής < αρχαία ελληνική ἐρευνάω < ἔρευνα
Συγγενικά
- ερευνητικά
- ερευνητικότητα
- → δείτε τη λέξη έρευνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.