digue
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /diɡ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| digue | digues |
digue (fr) θηλυκό
- επιμήκης κατασκευή από μεγάλες πέτρες και τσιμεντόλιθους που προστατεύει μια περιοχή από τα κύματα, το ανάχωμα
- (ειδικότερα) κυματοθραύστης στην είσοδο λιμανιού
- ≈ συνώνυμα: brise-lame και brise-lames
- (μεταφορικά) οτιδήποτε σταματά κάτι που βρίσκεται σε κίνηση, ο φραγμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.