digue

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /diɡ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
digue digues

digue (fr) θηλυκό

  1. επιμήκης κατασκευή από μεγάλες πέτρες και τσιμεντόλιθους που προστατεύει μια περιοχή από τα κύματα, το ανάχωμα
  2. (ειδικότερα) κυματοθραύστης στην είσοδο λιμανιού
     συνώνυμα: brise-lame και brise-lames
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε σταματά κάτι που βρίσκεται σε κίνηση, ο φραγμός
     συνώνυμα: barrière, frein, obstacle, rempart
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.