μπόι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπόι τα μπόγια
      γενική του μπογιού των (μπογιών)
    αιτιατική το μπόι τα μπόγια
     κλητική μπόι μπόγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Ο πληθυντικός δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπόι < (άμεσο δάνειο) τουρκική boy (ύψος)

Ουσιαστικό

μπόι ουδέτερο

Εκφράσεις

  • έχει ρίξει μπόι: έχει ψηλώσει
  • κρίμα το μπόι σου: ειρωνικά σε ενήλικα που συμπεριφέρεται παιδιάστικα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.