κορμοστασιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κορμοστασιά | οι | κορμοστασιές |
| γενική | της | κορμοστασιάς | των | κορμοστασιών |
| αιτιατική | την | κορμοστασιά | τις | κορμοστασιές |
| κλητική | κορμοστασιά | κορμοστασιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /koɾ.mo.staˈsça/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.