suspension

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
suspension suspensions

Ουσιαστικό

suspension (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αργία, η προσωρινή αποβολή, η πράξη της επίσημης απομάκρυνσης κάποιου από τη δουλειά, το σχολείο, την ομάδα κτλ. για κάποιο χρονικό διάστημα, συνήθως ως τιμωρία
    one month’s suspension - ένα μήνα αργία
    They imposed a suspension on a football/soccer player.
    Επέβαλλαν αργία σ' έναν ποδοσφαιριστή.
    He was punished with a three-day suspension.
    Τιμωρήθηκε με τρεις μέρες αποβολή.
     δείτε τη λέξη expulsion
  2. (μη μετρήσιμο) η στάση, η πράξη της καθυστέρησης κάτι για ένα χρονικό διάστημα
    suspension of payments - στάση πληρωμών
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη pause
  3. ανάρτηση, συσπανσιόν
  4. αναστολή

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

suspension (fr) θηλυκό

  1. ανάρτηση, συσπανσιόν
  2. αναστολή
  3. προσωρινή αποβολή ενός μαθητή από το σχολείο του
  4. suspension d'armes: προσωρινή ανακωχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.