πρόσφυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρόσφυση | οι | προσφύσεις |
| γενική | της | πρόσφυσης* | των | προσφύσεων |
| αιτιατική | την | πρόσφυση | τις | προσφύσεις |
| κλητική | πρόσφυση | προσφύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσφύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόσφυση < αρχαία ελληνική πρόσφυσις < προσφύω < πρός + φύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική adhérence)
Ουσιαστικό
πρόσφυση θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προσφύομαι, προς και φύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.