ανάκληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάκληση | οι | ανακλήσεις |
| γενική | της | ανάκλησης* | των | ανακλήσεων |
| αιτιατική | την | ανάκληση | τις | ανακλήσεις |
| κλητική | ανάκληση | ανακλήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακλήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάκληση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάκλη(σις) (επίκληση θεότητας, αποχώρηση) + -ση < ἀνακαλέω-ἀνακαλῶ και σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική recall και τη γαλλική rappel.[1]
Προφορά
Ουσιαστικό
ανάκληση θηλυκό
- (διπλωματία) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανακαλώ, καλώ κάποιον (ή μια απόφαση) πίσω, συνήθως για κάτι επίσημο
- ανάκληση διπλωματικών υπαλλήλων
- ανάκληση διατάγματος
- ανάκληση μαρτυρικής κατάθεσης
- ανάκληση μετάταξης-διορισμού
- η απόσυρση προϊόντων (συνήθως ή προβληματικών ή πιθανώς ελαττωματικών) από την αγορά και η συγκέντρωσή τους στο εργοστάσιο παραγωγής
- Στην ανάκληση 6 εκατομμυρίων οχημάτων της προχώρησε η Τογιότα
- η επαναφορά μιας ανάμνησης στη μνήμη
- (πληροφορική) η ανάγνωση δεδομένων από μνήμη
Συνώνυμα
Αναφορές
- ανάκληση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.