ανάκλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάκλιση | οι | ανακλίσεις |
| γενική | της | ανάκλισης* | των | ανακλίσεων |
| αιτιατική | την | ανάκλιση | τις | ανακλίσεις |
| κλητική | ανάκλιση | ανακλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάκλιση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάκλισις < ἀνακλίνω < ἀνά (ανά-) + κλίνω
Προφορά
Μεταφράσεις
ανάκλιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.