εναπόθεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εναπόθεση | οι | εναποθέσεις |
| γενική | της | εναπόθεσης* | των | εναποθέσεων |
| αιτιατική | την | εναπόθεση | τις | εναποθέσεις |
| κλητική | εναπόθεση | εναποθέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εναποθέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εναπόθεση < ελληνιστική κοινή ἐναπόθεσις < ἐναποτίθημι < αρχαία ελληνική ἐν + ἀποτίθημι < ἀπό + τίθημι. Μορφολογικά αναλύεται σε εν- + απόθεση
Μεταφράσεις
εναπόθεση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.