αμπάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμπάρα | οι | αμπάρες |
| γενική | της | αμπάρας | των | αμπαρών |
| αιτιατική | την | αμπάρα | τις | αμπάρες |
| κλητική | αμπάρα | αμπάρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμπάρα < μεσαιωνική ελληνική αμπάρα < ιταλική barra
Ουσιαστικό
αμπάρα θηλυκό
- επιμήκης σιδερένια ή ξύλινη βέργα που τοποθετείται στην εσωτερική πλευρά μιας πόρτας, για να εμποδίζει το άνοιγμα και να παρέχει ασφάλεια
- (κυριολεκτικά) Δίστασε μια στιγμή, έκανε να γυρίσει πίσω, ύστερα πήρε την απόφαση του, έβγαλε την αμπάρα, ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. (Πηνελόπη Δέλτα, Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο ΚΒ)
- (μεταφορικά) Να ’χαν οι καρδιές αμπάρες, να κλειδαμπαρώνουν, / να μην ξανακάνουν χάρες, όταν τις πληγώνουν. (Από τραγούδι σε στίχους Ανδρέα Σπυρόπουλου και μουσική Βασίλη Σαλέα)
Συγγενικά
- αμπάρωμα
- αμπαρώνω
- αμπαρωμένος
- αμπαρωτός
- αμπάρωτος
- κλειδαμπαρώνω
- κλειδαμπαρωμένος
- → δείτε τη λέξη μπάρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.