αμπάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμπάρα οι αμπάρες
      γενική της αμπάρας των αμπαρών
    αιτιατική την αμπάρα τις αμπάρες
     κλητική αμπάρα αμπάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμπάρα < μεσαιωνική ελληνική αμπάρα < ιταλική barra

Ουσιαστικό

αμπάρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.