αμπάρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπάρωμα τα αμπαρώματα
      γενική του αμπαρώματος των αμπαρωμάτων
    αιτιατική το αμπάρωμα τα αμπαρώματα
     κλητική αμπάρωμα αμπαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμπάρωμα < αμπαρώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

αμπάρωμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.