αμπαρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμπαρώνω < αμπάρα + -ώνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

αμπαρώνω, πρτ.: αμπάρωνα, στ.μέλλ.: θα αμπαρώσω, αόρ.: αμπάρωσα, παθ.φωνή: αμπαρώνομαι, μτχ.π.π.: αμπαρωμένος

  • κλείνω επιμελώς ένα χώρο ώστε να μην είναι δυνατή σε ανεπιθύμητους η είσοδος σε αυτόν

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.