αμαρτύρητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμαρτύρητος | η | αμαρτύρητη | το | αμαρτύρητο |
| γενική | του | αμαρτύρητου | της | αμαρτύρητης | του | αμαρτύρητου |
| αιτιατική | τον | αμαρτύρητο | την | αμαρτύρητη | το | αμαρτύρητο |
| κλητική | αμαρτύρητε | αμαρτύρητη | αμαρτύρητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμαρτύρητοι | οι | αμαρτύρητες | τα | αμαρτύρητα |
| γενική | των | αμαρτύρητων | των | αμαρτύρητων | των | αμαρτύρητων |
| αιτιατική | τους | αμαρτύρητους | τις | αμαρτύρητες | τα | αμαρτύρητα |
| κλητική | αμαρτύρητοι | αμαρτύρητες | αμαρτύρητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμαρτύρητος < αρχαία ελληνική ἀμαρτύρητος < ἀ- + μαρτυρέω < μάρτυς
Επίθετο
αμαρτύρητος, -η, -ο
- που δεν έχει (επι)βεβαιωθεί, δεν υπάρχει μαρτυρία γι’ αυτόν
- που δεν τον έχουν μαρτυρήσει, δεν τον έχουν αποκαλύψει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.