αποκαλύπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκαλύπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκαλύπτω < ἀπό + καλύπτω
Ρήμα
αποκαλύπτω, αόρ.: αποκάλυψα, παθ.φωνή: αποκαλύπτομαι, π.αόρ.: αποκαλύφθηκα/-φτηκα/απεκαλύφθηγ΄πρόσωπο, μτχ.π.π.: αποκαλυμμένος
- κάνω κάτι ορατό αφαιρώντας το κάλυμμα ή οτιδήποτε άλλο το έκρυβε
- ↪ ο μάγος άνοιξε το κουτί, αποκαλύπτοντας το περιεχόμενο του
- (μεταφορικά) φανερώνω κάτι που ήταν κρυμμένο ή μυστικό ή που δεν ήταν γνωστό σε αυτούς στους οποίους γίνεται τώρα αντιληπτό, φέρνω κάτι στο φως
- ↪ το ρεπορτάζ αποκαλύπτει κι άλλες πληροφορίες για το σκάνδαλο
Συγγενικά
- αποκάλυψη
- αποκαλυπτικός
- → δείτε τη λέξη καλύπτω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκαλύπτω | αποκάλυπτα | θα αποκαλύπτω | να αποκαλύπτω | αποκαλύπτοντας | |
| β' ενικ. | αποκαλύπτεις | αποκάλυπτες | θα αποκαλύπτεις | να αποκαλύπτεις | αποκάλυπτε | |
| γ' ενικ. | αποκαλύπτει | αποκάλυπτε | θα αποκαλύπτει | να αποκαλύπτει | ||
| α' πληθ. | αποκαλύπτουμε | αποκαλύπταμε | θα αποκαλύπτουμε | να αποκαλύπτουμε | ||
| β' πληθ. | αποκαλύπτετε | αποκαλύπτατε | θα αποκαλύπτετε | να αποκαλύπτετε | αποκαλύπτετε | |
| γ' πληθ. | αποκαλύπτουν(ε) | αποκάλυπταν αποκαλύπταν(ε) |
θα αποκαλύπτουν(ε) | να αποκαλύπτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκάλυψα | θα αποκαλύψω | να αποκαλύψω | αποκαλύψει | ||
| β' ενικ. | αποκάλυψες | θα αποκαλύψεις | να αποκαλύψεις | αποκάλυψε | ||
| γ' ενικ. | αποκάλυψε | θα αποκαλύψει | να αποκαλύψει | |||
| α' πληθ. | αποκαλύψαμε | θα αποκαλύψουμε | να αποκαλύψουμε | |||
| β' πληθ. | αποκαλύψατε | θα αποκαλύψετε | να αποκαλύψετε | αποκαλύψτε | ||
| γ' πληθ. | αποκάλυψαν αποκαλύψαν(ε) |
θα αποκαλύψουν(ε) | να αποκαλύψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκαλύψει | είχα αποκαλύψει | θα έχω αποκαλύψει | να έχω αποκαλύψει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκαλύψει | είχες αποκαλύψει | θα έχεις αποκαλύψει | να έχεις αποκαλύψει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκαλύψει | είχε αποκαλύψει | θα έχει αποκαλύψει | να έχει αποκαλύψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκαλύψει | είχαμε αποκαλύψει | θα έχουμε αποκαλύψει | να έχουμε αποκαλύψει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκαλύψει | είχατε αποκαλύψει | θα έχετε αποκαλύψει | να έχετε αποκαλύψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκαλύψει | είχαν αποκαλύψει | θα έχουν αποκαλύψει | να έχουν αποκαλύψει |
| |
Παθητικοί αόριστοι: αποκαλύφθηκα, αποκαλύφτηκα και λόγια γ΄πρόσωπα: απεκαλύφθη, απεκαλύφθησαν
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκαλύπτομαι | αποκαλυπτόμουν(α) | θα αποκαλύπτομαι | να αποκαλύπτομαι | ||
| β' ενικ. | αποκαλύπτεσαι | αποκαλυπτόσουν(α) | θα αποκαλύπτεσαι | να αποκαλύπτεσαι | ||
| γ' ενικ. | αποκαλύπτεται | αποκαλυπτόταν(ε) | θα αποκαλύπτεται | να αποκαλύπτεται | ||
| α' πληθ. | αποκαλυπτόμαστε | αποκαλυπτόμαστε αποκαλυπτόμασταν |
θα αποκαλυπτόμαστε | να αποκαλυπτόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποκαλύπτεστε | αποκαλυπτόσαστε αποκαλυπτόσασταν |
θα αποκαλύπτεστε | να αποκαλύπτεστε | (αποκαλύπτεστε) | |
| γ' πληθ. | αποκαλύπτονται | αποκαλύπτονταν αποκαλυπτόντουσαν |
θα αποκαλύπτονται | να αποκαλύπτονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκαλύφτηκα | θα αποκαλυφτώ | να αποκαλυφτώ | αποκαλυφτεί | ||
| β' ενικ. | αποκαλύφτηκες | θα αποκαλυφτείς | να αποκαλυφτείς | αποκαλύψου | ||
| γ' ενικ. | αποκαλύφτηκε | θα αποκαλυφτεί | να αποκαλυφτεί | |||
| α' πληθ. | αποκαλυφτήκαμε | θα αποκαλυφτούμε | να αποκαλυφτούμε | |||
| β' πληθ. | αποκαλυφτήκατε | θα αποκαλυφτείτε | να αποκαλυφτείτε | αποκαλυφτείτε | ||
| γ' πληθ. | αποκαλύφτηκαν αποκαλυφτήκαν(ε) |
θα αποκαλυφτούν(ε) | να αποκαλυφτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποκαλυφτεί | είχα αποκαλυφτεί | θα έχω αποκαλυφτεί | να έχω αποκαλυφτεί | αποκαλυμμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποκαλυφτεί | είχες αποκαλυφτεί | θα έχεις αποκαλυφτεί | να έχεις αποκαλυφτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκαλυφτεί | είχε αποκαλυφτεί | θα έχει αποκαλυφτεί | να έχει αποκαλυφτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκαλυφτεί | είχαμε αποκαλυφτεί | θα έχουμε αποκαλυφτεί | να έχουμε αποκαλυφτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκαλυφτεί | είχατε αποκαλυφτεί | θα έχετε αποκαλυφτεί | να έχετε αποκαλυφτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκαλυφτεί | είχαν αποκαλυφτεί | θα έχουν αποκαλυφτεί | να έχουν αποκαλυφτεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.