ακοινολόγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακοινολόγητος η ακοινολόγητη το ακοινολόγητο
      γενική του ακοινολόγητου της ακοινολόγητης του ακοινολόγητου
    αιτιατική τον ακοινολόγητο την ακοινολόγητη το ακοινολόγητο
     κλητική ακοινολόγητε ακοινολόγητη ακοινολόγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακοινολόγητοι οι ακοινολόγητες τα ακοινολόγητα
      γενική των ακοινολόγητων των ακοινολόγητων των ακοινολόγητων
    αιτιατική τους ακοινολόγητους τις ακοινολόγητες τα ακοινολόγητα
     κλητική ακοινολόγητοι ακοινολόγητες ακοινολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακοινολόγητος < α- + κοινολογώ + -τος

Επίθετο

ακοινολόγητος, -η, -ο[1]

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

  1. ακοινολόγητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.