βεβαιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βεβαιώνω < αρχαία ελληνική βεβαιῶ
Ρήμα
βεβαιώνω, παθητικό βεβαιώνομαι
- δηλώνω την αλήθεια μιας πρότασης
- η αρμόδια υπηρεσία του δήμου με επίσημο έγγραφο βεβαιώνει ότι ο Χ είναι κάτοικος Αθηνών
- διαβεβαιώνω κάποιον
- διαπιστώνω με επίσημο τρόπο
- η Δημοτική Αστυνομία βεβαίωσε πολλές παραβάσεις σχετικές με παράνομη στάθμευση
Συγγενικά
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βεβαιώνω | βεβαίωνα | θα βεβαιώνω | να βεβαιώνω | βεβαιώνοντας | |
| β' ενικ. | βεβαιώνεις | βεβαίωνες | θα βεβαιώνεις | να βεβαιώνεις | βεβαίωνε | |
| γ' ενικ. | βεβαιώνει | βεβαίωνε | θα βεβαιώνει | να βεβαιώνει | ||
| α' πληθ. | βεβαιώνουμε | βεβαιώναμε | θα βεβαιώνουμε | να βεβαιώνουμε | ||
| β' πληθ. | βεβαιώνετε | βεβαιώνατε | θα βεβαιώνετε | να βεβαιώνετε | βεβαιώνετε | |
| γ' πληθ. | βεβαιώνουν(ε) | βεβαίωναν βεβαιώναν(ε) |
θα βεβαιώνουν(ε) | να βεβαιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βεβαίωσα | θα βεβαιώσω | να βεβαιώσω | βεβαιώσει | ||
| β' ενικ. | βεβαίωσες | θα βεβαιώσεις | να βεβαιώσεις | βεβαίωσε | ||
| γ' ενικ. | βεβαίωσε | θα βεβαιώσει | να βεβαιώσει | |||
| α' πληθ. | βεβαιώσαμε | θα βεβαιώσουμε | να βεβαιώσουμε | |||
| β' πληθ. | βεβαιώσατε | θα βεβαιώσετε | να βεβαιώσετε | βεβαιώστε | ||
| γ' πληθ. | βεβαίωσαν βεβαιώσαν(ε) |
θα βεβαιώσουν(ε) | να βεβαιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βεβαιώσει | είχα βεβαιώσει | θα έχω βεβαιώσει | να έχω βεβαιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βεβαιώσει | είχες βεβαιώσει | θα έχεις βεβαιώσει | να έχεις βεβαιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βεβαιώσει | είχε βεβαιώσει | θα έχει βεβαιώσει | να έχει βεβαιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βεβαιώσει | είχαμε βεβαιώσει | θα έχουμε βεβαιώσει | να έχουμε βεβαιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βεβαιώσει | είχατε βεβαιώσει | θα έχετε βεβαιώσει | να έχετε βεβαιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βεβαιώσει | είχαν βεβαιώσει | θα έχουν βεβαιώσει | να έχουν βεβαιώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.