μυστικιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μυστικιστικός | η | μυστικιστική | το | μυστικιστικό |
| γενική | του | μυστικιστικού | της | μυστικιστικής | του | μυστικιστικού |
| αιτιατική | τον | μυστικιστικό | τη | μυστικιστική | το | μυστικιστικό |
| κλητική | μυστικιστικέ | μυστικιστική | μυστικιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μυστικιστικοί | οι | μυστικιστικές | τα | μυστικιστικά |
| γενική | των | μυστικιστικών | των | μυστικιστικών | των | μυστικιστικών |
| αιτιατική | τους | μυστικιστικούς | τις | μυστικιστικές | τα | μυστικιστικά |
| κλητική | μυστικιστικοί | μυστικιστικές | μυστικιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μυστικιστικός < μυστικιστής + -ικός
Επίθετο
μυστικιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον μυστικισμό ή τον μυστικιστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μυστικισμός
Μεταφράσεις
μυστικιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.