αλχημικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλχημικός η αλχημική το αλχημικό
      γενική του αλχημικού της αλχημικής του αλχημικού
    αιτιατική τον αλχημικό την αλχημική το αλχημικό
     κλητική αλχημικέ αλχημική αλχημικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλχημικοί οι αλχημικές τα αλχημικά
      γενική των αλχημικών των αλχημικών των αλχημικών
    αιτιατική τους αλχημικούς τις αλχημικές τα αλχημικά
     κλητική αλχημικοί αλχημικές αλχημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλχημικός < αλχημεία + -ικός

Επίθετο

αλχημικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την αλχημεία ή αναφέρεται σ' αυτή
     συνώνυμα: αλχημιστικός
  2. μυστηριώδης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.