αλτρουισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλτρουισμός | οι | αλτρουισμοί |
| γενική | του | αλτρουισμού | των | αλτρουισμών |
| αιτιατική | τον | αλτρουισμό | τους | αλτρουισμούς |
| κλητική | αλτρουισμέ | αλτρουισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλτρουισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική altruisme < λατινική alter (άλλος) + -isme (-ισμός)
- Η λέξη επινοήθηκε το 1895 από τον Auguste Comte, από τους ιδρυτές της κοινωνιολογίας
Ουσιαστικό
αλτρουισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- πεδίο ενδιαφέροντος με κατεύθυνση από το εγώ προς το ευρύτερο σύνολο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αλτρουισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.