φιλανθρωπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιλανθρωπία | οι | φιλανθρωπίες |
| γενική | της | φιλανθρωπίας | των | φιλανθρωπιών |
| αιτιατική | τη | φιλανθρωπία | τις | φιλανθρωπίες |
| κλητική | φιλανθρωπία | φιλανθρωπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλανθρωπία < αρχαία ελληνική φιλανθρωπία < φιλάνθρωπος
Ουσιαστικό
φιλανθρωπία θηλυκό
- η υποστήριξη των ατόμων ή των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού που χρειάζονται βοήθεια
- H αγνή και καθαρή αγάπη για το ανθρώπινο είδος
Συγγενικά
- φιλανθρωπισμός
- φιλανθρωπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.