αλκοολικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλκοολικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική alcoolique < alcool[1] αλκοόλ + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /al.ko.o.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐κο‐ο‐λι‐κός
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλκοολικός | η | αλκοολική | το | αλκοολικό |
| γενική | του | αλκοολικού | της | αλκοολικής | του | αλκοολικού |
| αιτιατική | τον | αλκοολικό | την | αλκοολική | το | αλκοολικό |
| κλητική | αλκοολικέ | αλκοολική | αλκοολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλκοολικοί | οι | αλκοολικές | τα | αλκοολικά |
| γενική | των | αλκοολικών | των | αλκοολικών | των | αλκοολικών |
| αιτιατική | τους | αλκοολικούς | τις | αλκοολικές | τα | αλκοολικά |
| κλητική | αλκοολικοί | αλκοολικές | αλκοολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
αλκοολικός, -ή, -ό
- (χημεία) ο αναφερόμενος στις αλκοόλες
- ↪ αλκοολική ζύμωση
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλκοολικός | η | αλκοολική & αλκοολικιά |
το | αλκοολικό |
| γενική | του | αλκοολικού | της | αλκοολικής & αλκοολικιάς |
του | αλκοολικού |
| αιτιατική | τον | αλκοολικό | την | αλκοολική & αλκοολικιά |
το | αλκοολικό |
| κλητική | αλκοολικέ | αλκοολική & αλκοολικιά |
αλκοολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλκοολικοί | οι | αλκοολικές | τα | αλκοολικά |
| γενική | των | αλκοολικών | των | αλκοολικών | των | αλκοολικών |
| αιτιατική | τους | αλκοολικούς | τις | αλκοολικές | τα | αλκοολικά |
| κλητική | αλκοολικοί | αλκοολικές | αλκοολικά | |||
| Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
αλκοολικός, -ή / -ιά, -ό
Ουσιαστικό
αλκοολικός αρσενικό
- (ουσιαστικοποιημένο) που είναι αλκοολικός
- (μεταφορικά) αλκοολικός με κάτι: που του αρέσει κάτι παρά πολύ· που έχει μανία με κάτι
- ↪ ο Κώστας είναι αλκοολικός με τη μουσική
- ↪ αυτός ο υπουργός είναι αλκοολικός με την εξουσία
Συγγενικά
για τον εθισμένο στο αλκοόλ
- αλκοολίκι, αλκολίκι
- αλκοολισμός
- αντιαλκοολικός
- → και δείτε τη λέξη αλκοόλ
για τη χημεία
- → δείτε τη λέξη αλκοόλη
Μεταφράσεις
που είναι εθισμένος στο αλκοόλ
Αναφορές
- αλκοολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.