αλκοολίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλκοολίκι τα αλκοολίκια
      γενική του αλκοολικιού των αλκοολικιών
    αιτιατική το αλκοολίκι τα αλκοολίκια
     κλητική αλκοολίκι αλκοολίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλκοολίκι < αλκοόλ + -ίκι

Ουσιαστικό

αλκοολίκι ουδέτερο

  1. αλκοολισμός
  2. εθισμός σε κάτι, « μανία »

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.