ἀληθής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀληθής τὸ ἀληθές
      γενική τοῦ/τῆς ἀληθοῦς τοῦ ἀληθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀληθεῖ
& ἀληθέϊ, (Ηρόδοτος)
τῷ ἀληθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀληθ τὸ ἀληθές
     κλητική ! ἀληθές ἀληθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀληθεῖς τὰ ἀληθ
& ἀληθέα, (Όμηρος)
      γενική τῶν ἀληθῶν τῶν ἀληθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀληθέσ(ν) τοῖς ἀληθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀληθεῖς τὰ ἀληθ
& ἀληθέα
     κλητική ! ἀληθεῖς ἀληθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀληθεῖ τὼ ἀληθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀληθοῖν τοῖν ἀληθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀληθής < ἀ- στερητικό + θέμα ληθ- (όπως στο λήθω / λανθάνω) + -ής

Επίθετο

ἀληθής, -ής, -ές

  1. (αρχική σημασία) που δεν ξεχνάει
  2. αληθής, αληθινός
  3. φιλαλήθης, ειλικρινής
  4. (για χρησμούς) αψευδής, βέβαιος

Συγγενικά

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.