ακτινίδες

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Να ελεγχθεί μήπως υπάρχει και θηλυκό σε -ίδη. Να ελεγχθούν όλα από ειδικό στη βοτανική και ζωολογία. Sarri.greek 08:06, 26 Ιουλίου 2021 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινίδα οι ακτινίδες
      γενική της ακτινίδας των ακτινίδων
    αιτιατική την ακτινίδα τις ακτινίδες
     κλητική ακτινίδα ακτινίδες
Συνήθως στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ακτινίδες (όρος χημείας, βοτανικής) < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀκτινίδες,[1] πληθυντικός αριθμός του ἀκτινίς < ἀκτίν(ιον) + -ίς (κοινή: -ίδα), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική actinide, actinoidoid actinium (ακτίνιο) το πρώτο στοιχείο της ομάδας + -ίδες


Ουσιαστικό

ακτινίδες θηλυκό στον πληθυντικό

  1. (χημεία) η ομάδα του ακτίνιου, σειρά 15 χημικών στοιχείων με ατομικούς αριθμούς από 89 έως 103
      Το πρόγραμμα βασικής έρευνας όσον αφορά τις ακτινίδες []
    (Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2011, ανάκτηση 26/7/2021, europarl.europa.eu)
      Με εξαίρεση τις ακτινίδες, τα περισσότερα μέταλλα κρυσταλλώνονται σε ένα από τα παρακάτω κρυσταλλικά συστήματα
    Σ. Λιοδάκης, 2015, σελ. 207 pdf@kallipos)
  2. (βοτανική) ονομασία γένους φυτών [2] χρειάζεται παράθεμα

Κατάλογος ακτινίδων

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακτινίδης οι ακτινίδες
      γενική του ακτινίδη των ακτινιδών
    αιτιατική τον ακτινίδη τους ακτινίδες
     κλητική ακτινίδη ακτινίδες
Συνήθως στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ακτινίδες (όρος ζωολογίας) < (καθαρεύουσα) ἀκτινίδαι πληθυντικός αριθμός του ακτινίδης, μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική actinides  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ακτινίδες αρσενικό στον πληθυντικό

  • (ζωολογία) πληθυντικός του ακτινίδης, ταξινομικό επίθετο είδους, όπως το Polyommatus actinides

Αναφορές

  1. Σε παλιά κείμενα, συχνά γραμμένο με κατάληξη -ίδαι κατά τα πρωτόκλιτα σε -ίδης της ζωολογίας, όπως στο Κεφάλαιο 16 του: Γενική Χημεία - ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΓΕΝΙΔΟΥ, 1954, pdf
  2. «ἀκτινίς» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
    ΣτΕ: πιθανόν παρωχημένος όρος (το λεξικό γράφτηκε πριν το 1960).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.