-ίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -ίδα | οι | -ίδες |
| γενική | της | -ίδας | των | -ίδων |
| αιτιατική | τη(ν) | -ίδα | τις | -ίδες |
| κλητική | -ίδα | -ίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίς, προσαρμογή στα νέα ελληνικά από την αιτιατική ενικού -ίδα θηλυκών ουσιαστικών
- ως νεότερο επίθημα, για την παραγωγή θηλυκών από αρσενικά πατριδωνυμικά ουσιαστικά
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐δα
Επίθημα
-ίδα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίδα στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιδα στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
Πηγές
- -ίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.