-ίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ίδα οι -ίδες
      γενική της -ίδας των -ίδων
    αιτιατική τη(ν) -ίδα τις -ίδες
     κλητική -ίδα -ίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίς, προσαρμογή στα νέα ελληνικά από την αιτιατική ενικού -ίδα θηλυκών ουσιαστικών
  • ως νεότερο επίθημα, για την παραγωγή θηλυκών από αρσενικά πατριδωνυμικά ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα

Επίθημα

-ίδα

  1. επίθημα παραγωγής θηλυκών ουσιαστικών από ανίστοιχα αρχαιοελληνικά σε -ίς
    θυρίς > θυρίδα, Ὠκεανίς > Ωκεανίδα
     δείτε και τη λέξη -ιδα
  2. επίθημα παραγωγής θηλυκών πατριδωνυμικών ουσιαστικών από αντίστοιχα αρσενικά
    Άγγλος > Αγγλίδα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίδα στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιδα στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθήματος

-ίδα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.