πρωτακτίνιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Pa
  • Ατομικός αριθμός : 91
  • Προηγούμενο = Th
  • Επόμενο = U

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

πρωτακτίνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική protactinium < protoactinium < αρχαία ελληνική πρῶτος + ἀκτίς (δηλαδή προηγείται του ακτινίου, επειδή το ακτίνιο είναι προϊόν της διάσπασης του πρωτακτινίου)

Ουσιαστικό

πρωτακτίνιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτακτίνιο τα πρωτακτίνια
      γενική του πρωτακτινίου
& πρωτακτίνιου
των πρωτακτινίων
    αιτιατική το πρωτακτίνιο τα πρωτακτίνια
     κλητική πρωτακτίνιο πρωτακτίνια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.