-ίδες
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐δες
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -ίς | οι | -ίδες |
| γενική | της | -ίδος | των | -ίδων |
| αιτιατική | τη(ν) | -ίδα | τις | -ίδες |
| κλητική | -ίς | -ίδες | ||
| Κλίση λόγια κατά την αρχαία τρίτη κλίση. | ||||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -ίδα | οι | -ίδες |
| γενική | της | -ίδας | των | -ίδων |
| αιτιατική | τη(ν) | -ίδα | τις | -ίδες |
| κλητική | -ίδα | -ίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κλιτικός τύπος επιθήματος
-ίδες θηλυκό
- πληθυντικός αριθμός του -ίδα (λόγιο -ίς)
- λόγιοι τύποι λέξεων
- ↪ όπως δεσποινίς / δεσποινίδα - δεσποινίδες
- (χημεία) όροι στον πληθυντικό
- όπως λανθανίδες (< καθαρεύουσα λανθανίς)
- λόγιοι τύποι λέξεων
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -ίδης | οι | -ίδες |
| γενική | του | -ίδη | των | -ιδών |
| αιτιατική | τον | -ίδη | τους | -ίδες |
| κλητική | -ίδη | -ίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- -ίδες: κλιτικός τύπος
- πληθυντικός αριθμός του -ίδης
- όροι στον πληθυντικό για την ταξινομία, αστρονομία, χημεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίδαι (ή -ῖδαι), λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική -idae κατά τα αρχαία ελληνικά -ίδαι (ως πληθυντικός του λατινικού -ides όπως κλίνεται κατά το ελληνικό -ίδης)
Κλιτικός τύπος επιθήματος
-ίδες αρσενικό
- (επίθημα επιστημονικών όρων) πληθυντικός αριθμός του -ίδης που δηλώνει ομάδα, οικογένεια ή βαθμίδα ιεραρχικής κλίμακας
- (αστρονομία) για ομάδα αστέρων, διαττόντων αστέρων
- Λεοντίδες, Περσείδες
- ↪ παρατηρούμε με τηλεσκόπιο τους Περσείδες
- (ταξινομία) για ονομασία οικογένειας στη βοτανική, στη ζωολογία
- → δείτε Ταξινομικοί όροι - οικογένειες
- (αστρονομία) για ομάδα αστέρων, διαττόντων αστέρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | -ίς | αἱ | -ίδες |
| γενική | τῆς | -ίδος | τῶν | -ίδων |
| δοτική | τῇ | -ίδῐ | ταῖς | -ίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | -ίδᾰ | τὰς | -ίδᾰς |
| κλητική ὦ! | -ίς* | -ίδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ίδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -ίδοιν | ||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- -ίδαι / -εῖδαι (αρσενικό, πληθυντικός του -ίδης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.