μεντελέβιο
Νέα ελληνικά (el)
|
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεντελέβιο | ||
| γενική | του | μεντελέβιου | ||
| αιτιατική | το | μεντελέβιο | ||
| κλητική | μεντελέβιο | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεντελέβιο < ονομασία προς τιμήν του ρώσου χημικού Ντμίτρι Μεντελέγιεφ (Менделеев) + -ιο
Ουσιαστικό
μεντελέβιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 101 και χημικό σύμβολο Md
Μεταφράσεις
μεντελέβιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.