αμερίκιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμερίκιο | ||
| γενική | του | αμερικίου & αμερίκιου | ||
| αιτιατική | το | αμερίκιο | ||
| κλητική | αμερίκιο | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- αμερίκιο < (άμεσο δάνειο) νεολατινική americium < αγγλική America + -ium < Amerigo Vespucci
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.meˈɾi.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐ρί‐κι‐ο
Ουσιαστικό
αμερίκιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) υπερουράνιο, ραδιενεργό, μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 95, ατομικό βάρος 243 και χημικό σύμβολο το Am
-
αμερίκιο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.