ποσειδώνιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- ποσειδώνιο < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική neptunium < λατινική Neptune (Ποσειδώνας)
Ουσιαστικό
ποσειδώνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 93 και χημικό σύμβολο το Np
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποσειδώνιο | τα | ποσειδώνια |
| γενική | του | ποσειδωνίου & ποσειδώνιου |
των | ποσειδωνίων |
| αιτιατική | το | ποσειδώνιο | τα | ποσειδώνια |
| κλητική | ποσειδώνιο | ποσειδώνια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.