γιαλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γιαλός | οι | γιαλοί |
| γενική | του | γιαλού | των | γιαλών |
| αιτιατική | τον | γιαλό | τους | γιαλούς |
| κλητική | γιαλέ | γιαλοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιαλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιαλός < αρχαία ελληνική αἰγιαλός[1] < ἀΐσσω + ἅλς (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séh₂l- / *séh₂ls: αλάτι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝaˈlos/
Συνώνυμα
Παροιμίες
- ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε
- κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό
-
γιαλός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- γιαλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.