costa

Ιταλικά (it)

      ενικός         πληθυντικός  
costa coste

Ουσιαστικό

costa (it) θηλυκό



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

costa (ca) θηλυκό

  1. η πλευρά
  2. (γεωγραφία) η ακτή



Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
costa costas

Ουσιαστικό

costa (es) θηλυκό



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

costa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kost-

Ουσιαστικό

costa (la) θηλυκό

  1. το πλευρό
  2. η πλευρά

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική costa costae
γενική costae costārum
δοτική costae costīs
αιτιατική costam costās
κλητική costa costae
αφαιρετική costā costīs
(α' κλίση)

Πηγές



Πορτογαλικά (pt)

ενικός πληθυντικός
costa costas

Ουσιαστικό

costa (pt) θηλυκό



Ρουμανικά (ro)

Ρήμα

costa (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.