ἀκτή
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἀκτή
<
ἄγνυμι
(θραύω) ή από τη ρίζα ακ- που είναι κοινή στην
ακίδα
, την
ακμή
και το
άκρο
ἀκτή
< θηλυκό του επιθέτου ἀκτός (τεθραυσμένος, που έχει θραυεί) (για την 3η έννοια)
Ουσιαστικό
ἀκτή
θηλυκό
η
ακροθαλασσιά
, το σημείο όπου σκάει,
θραύεται
το
κύμα
, το
ακρωτήριο
, η
χερσόνησος
, η
παραλία
Ἀκτή
και
Ἀκταία
: αρχαία ονομασία της
Ἀττικής
το αλεσμένο
σιτάρι
, το
αλεύρι
, το
ψωμί
Συγγενικά
ἄκτιος
ἀκταῖος
ἀκτάζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.