ακριανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακριανός η ακριανή το ακριανό
      γενική του ακριανού της ακριανής του ακριανού
    αιτιατική τον ακριανό την ακριανή το ακριανό
     κλητική ακριανέ ακριανή ακριανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακριανοί οι ακριανές τα ακριανά
      γενική των ακριανών των ακριανών των ακριανών
    αιτιατική τους ακριανούς τις ακριανές τα ακριανά
     κλητική ακριανοί ακριανές ακριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακριανός < άκρ(η) + -ιανός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾi.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακριαμός

Επίθετο

ακριανός, -η, -ο και ακρινός

  • που βρίσκεται στην άκρη, ο τελευταίος προς την εξωτερική πλευρά ή προς το τέλος μιας σειράς, αυτός που βρίσκεται στην άκρη του τραπεζιού, ή του οικοδομικού τετραγώνου, στο τέλος του ή στη γωνία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.